- οσιόφρων
- ὁσιόφρων, -ον (Μ)αυτός που σκέπτεται με όσιο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσιος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… … Dictionary of Greek